- κατσικοπόδης, -α, -ικο
- 1. που έχει πόδια κατσίκας, που έχει πολύ αδύνατες γάμπες (ιδίως για γυναίκες).2. κατσικοπόδαρος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατσικοπόδης — α, ικο κατσικοπόδαρος* … Dictionary of Greek